ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Τελευταία νέα

Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2009

Αυξάνεται σταθερά ο πληθυσμός της Ελλάδας

Αυξάνεται σταθερά ο πληθυσμός της Ελλάδας

Σε 11.213.785 άτομα εκτιμάται ότι ανήλθε ο πληθυσμός στις 31/12/2007. Σύμφωνα με έρευνα της ΕΣΥΕ, στην αρχή του 2007 ο πληθυσμός της Ελλάδος εκτιμάται ότι ανερχόταν σε 11.171.740 άτομα. Ο ρυθμός ετήσιας αύξησης, το 2007, ήταν 3,8 επί πληθυσμού 1.000 κατοίκων, που ισούται με το συντελεστή 0,2 της φυσικής αύξησης (ως αποτέλεσμα της διαφοράς 10,0 του δείκτη γεννητικότητας και 9,8 του δείκτη θνησιμότητας το 2007) συν το συντελεστή 3,6 της καθαρής μετανάστευσης.
Το χρονικό διάστημα 1995 – 2007 η σύνθεση του πληθυσμού κατά ομάδες ηλικιών, με βάση το σύνολο του υπολογιζόμενου πληθυσμού, έχει εμφανίσει σημαντικές αλλαγές, οι οποίες εντοπίζονται σε 3 μεγάλες ομάδες ηλικιών. Η αναλογία των παιδιών ηλικίας 0 – 14 ετών μειώθηκε από 17,4%, που ήταν το 1995, σε 14,3% το 2007, ενώ η αναλογία της ομάδας των ατόμων με ηλικία 65 ετών και άνω αυξήθηκε από 15,1%, που ήταν το 1995, σε 18,6% το 2007. Η αναλογία του οικονομικά ενεργού πληθυσμού ηλικίας 15 – 64 ετών μειώθηκε από 67,5%, που ήταν το 1995, σε 67,1% το 2007. Σε απόλυτους αριθμούς, η ηλικιακή ομάδα των παιδιών 0 – 14 ετών εμφανίζει το 2007 μείωση κατά 13,5%, σε σχέση με το 1995, ενώ ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός ηλικίας 15 – 64 ετών εμφανίζει αύξηση κατά 4,6% και ο γεροντικός πληθυσμός ηλικίας 65 ετών και άνω αυξάνεται κατά 29,5% την αντίστοιχη χρονική περίοδο.
Είναι φανερό ότι στη σύνθεση του πληθυσμού κατά ηλικίες παρουσιάστηκε μία μετακίνηση προς τις μεγαλύτερες ηλικίες, με συνέπεια ο δείκτης γήρανσης να ακολουθήσει κατά την περίοδο 1995 – 2006 έντονα ανοδική πορεία, φθάνοντας το 2007 στην αντιστοιχία των 130 ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω για κάθε 100 άτομα ηλικίας 0 – 14 ετών, έναντι των 87 ατόμων το 1995.

Γάμοι

Ο ακαθάριστος δείκτης γαμηλιότητας το 2007 ανήλθε σε 5,5 γάμους ανά 1.000 κατοίκους. Σημειώνεται ότι ο ανωτέρω δείκτης στην αρχή της δεκαετίας του 1980 ήταν 7,3 γάμοι ανά 1.000 κατοίκους και στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ήταν 9 γάμοι ανά 1.000 κατοίκους. Στη χώρα μας υπάρχει το φαινόμενο της περιοδικότητας στους γάμους και κατά συνέπεια η εξέλιξη των γάμων παρακολουθείται στη βάση του μέσου όρου τετραετίας. Έτσι, σε απόλυτους αριθμούς, οι γάμοι από 76.000 που ήταν, ετησίως, στις αρχές της δεκαετίας του 1960, βρίσκονται τα τελευταία χρόνια στο επίπεδο των 57.000 ετησίως.
Ο συντελεστής ολικής γαμηλιότητας κατά τον πρώτο γάμο, για τις γυναίκες ηλικίας κάτω των 50 ετών, παρουσίασε πτωτική τάση και από 0,87 το 1980 έφτασε στο επίπεδο του 0,65 το 2006 και του 0,70 το 2007. Η εξέλιξη αυτή της γαμηλιότητας επέδρασε αρνητικά στον αριθμό των γεννήσεων.
Η μέση ηλικία των γυναικών κατά τον πρώτο γάμο αυξήθηκε βαθμιαία και από 24,1 έτη, που ήταν το 1991, έφτασε τα 28,4 το 2006 και τα 28,6 το 2007.

Γονιμότητα

Η γονιμότητα στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει μικρή αύξηση. Γενικά, ο ακαθάριστος συντελεστής γεννητικότητας παρουσίασε αυξητική τάση, φθάνοντας τις 9,7 γεννήσεις ανά πληθυσμό 1.000 ατόμων το 1995, τις 10,1 το 2006 και τις 10,0 το 2007.
Αντίθετα, ο συντελεστής ολικής γονιμότητας εμφανίζει μείωση σε σχέση με τα προηγούμενα έτη. Από 2,09 γεννήσεις ανά μητέρα το 1981, ποσοστό που αγγίζει το όριο αντικατάστασης των γενεών (2,1), μειώθηκε στο 1,26 το 2001 και στη συνέχεια έφθασε στο 1,40 το 2006 και το 1,41 το 2007, παραμένοντας ωστόσο κάτω από το όριο αντικατάστασης. Το ποσοστό καθαρής αναπαραγωγής που αντιστοιχεί στο δείκτη ολικής γονιμότητας ήταν 664 το 2006 και 686 το 2007 ακολουθώντας την πορεία του δείκτη.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας 1995 – 2004 η φυσική αύξηση του πληθυσμού ήταν αρνητική για τα περισσότερα έτη. Όμως τα έτη 2005, 2006 και 2007 είχαμε υπεροχή των γεννήσεων έναντι των θανάτων κατά 2.454, 6.566 και 2.031 άτομα, αντίστοιχα.
Ο ειδικός κατά ηλικία δείκτης γονιμότητας τα τελευταία έτη έχει μετατοπιστεί από την ομάδα ηλικιών 20 – 24 ετών, που ήταν από την αρχή της δεκαετίας του 1980 και μέχρι το 1988, προς τις μεγαλύτερες ηλικίες και ειδικότερα, στις ομάδες ηλικιών 25 – 29 ετών κατά τα επόμενα έτη και 30 – 34 ετών τα τελευταία έτη.
Η μετατόπιση αυτή σχετίζεται με την αύξηση κατά 3, περίπου, έτη της μέσης ηλικίας της μητέρας, κατά τη γέννηση του πρώτου τέκνου (ως αποτέλεσμα της αντίστοιχης αύξησης κατά 3 έτη της μέσης ηλικίας των θηλέων, κατά τον πρώτο γάμο), η οποία, ύστερα από μια σταθεροποίηση στα 23 έτη τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1980, άρχισε από το 1985 να αυξάνεται, φθάνοντας τα 28,9 το 2006 και τα 29,2 το 2007.

Θνησιμότητα

Ο ακαθάριστος δείκτης θνησιμότητας, ξεκινώντας από τη δεκαετία του 1980, παρουσιάζει μικρή αλλά σταθερά ανοδική πορεία, που κυμαίνεται μεταξύ 8,9 θανάτων επί πληθυσμού 1.000 ατόμων το 1981, 9,3 το 1991, 9,5 το 2006 και 9,8 το 2007 (Πίνακας 5). Η άνοδος αυτή οφείλεται, κυρίως, στην αύξηση των θανάτων στις ηλικίες 75 ετών και άνω, εξαιτίας της γήρανσης του πληθυσμού.
Οι ειδικοί κατά φύλο και ηλικία συντελεστές θνησιμότητας εμφανίζουν μια σταθερά πτωτική πορεία, με εξαίρεση τις γυναίκες άνω των 80 ετών.
Η μέση ηλικία κατά το θάνατο, που το 1995 ήταν 71,8 για τους άρρενες και 77,6 για τις θήλεις, παρουσιάζει σταδιακή αύξηση 2 ετών συνολικά, φθάνοντας το 2007 τα 73,5 έτη για τους άνδρες και τα 79,7 για τις γυναίκες.
Ο δείκτης βρεφικής θνησιμότητας εμφανίζει συνεχή βαθμιαία πτώση, κατά έτος, και από 8,1 θανάτους επί1.000 γεννήσεων ζώντων το 1995, έφτασε τους 3,8 θανάτους το 2005, τους 3,7 το 2006 και τους 3,5 το 2007.

Δημογραφικές προβολές

Σύμφωνα με τις τελευταίες διαθέσιμες πληθυσμιακές προβολές, οι οποίες βασίζονται στα αποτελέσματα της τελευταίας Απογραφής του 2001, ο συνολικός πληθυσμός της Ελλάδος θα ανέρχεται σε 11.500.000 περίπου άτομα το 2050 (μέση εκδοχή). Η δομή, όμως, του πληθυσμού θα είναι διαφορετική από αυτή του 2000, δηλαδή η αναλογία των παιδιών ηλικίας 0 – 14 ετών προβλέπεται να μειωθεί από 15,3% το 2000 σε 13,0% το 2050, ενώ η αναλογία της ομάδας ηλικιών 65 ετών και άνω προβλέπεται να αυξηθεί από 16,6% το 2000 σε 32,1% το 2050. Το ποσοστό του οικονομικά ενεργού πληθυσμού ηλικίας 15 – 64 ετών προβλέπεται να μειωθεί κατά 13,2 ποσοστιαίες μονάδες και από 68,1% το 2000 θα γίνει 54,9% το 2050.
Για την παραγωγή των προβολών αυτών χρησιμοποιήθηκαν 3 εκδοχές (χαμηλή, μέση, υψηλή) και η μέθοδος της περιοδικής προσέγγισης. Στη χαμηλή εκδοχή θεωρήθηκε ως δεδομένο ότι το 2050 ο ολικός δείκτης γονιμότητας θα είναι 1,38, θα έχουμε μικρή αύξηση της προσδοκώμενης ζωής κατά τη γέννηση, η οποία θα είναι 80,1 έτη για τους άρρενες και 84,4 για τις θήλεις, και μηδενική καθαρή μετανάστευση. Στην υψηλή εκδοχή θεωρήθηκε ως δεδομένο η μεγάλη γονιμότητα (ολικός δείκτης = 1,94), η μεγαλύτερη αύξηση της προσδοκώμενης ζωής κατά τη γέννηση, η οποία θα είναι 86,6 έτη για τους άρρενες και 89,6 για τις θήλεις, και η αυξημένη καθαρή μετανάστευση. Η μέση εκδοχή είναι ο μέσος όρος των άλλων δύο.

αναδημοσίευση από: Zougla.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Εφημερεύοντα Φαρμακεία Λάρισα Εφημερεύοντα Νοσοκομεία ΛΑΡΙΣΑ